ανίλαστος

ανίλαστος
ἀνίλαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν εξιλεώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνίλαστος — ἀνί̱λαστος , ἀνίλαστος unappeased masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίλαστε — ἀνί̱λαστε , ἀνίλαστος unappeased masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”